δημογεροντία

δημογεροντία
η
1. το αξίωμα τού δημογέροντα*
2. η σύναξη τών δημογερόντων
3. ο τόπος συνεδρίας τών δημογερόντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δημογέρων. Η λ. μαρτυρείται από το 1829 στον Αδάμ. Κοραή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δημογεροντία — η 1. το αξίωμα του δημογέροντα. 2. το σύνολο των δημογερόντων και το κτίριο στο οποίο στεγαζόταν η αρχή τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ψαρά — Μικρό νησί 18 χλμ. ΒΔ της Χίου. Έχει έκταση 39,77 τ. χλμ. και ένα μοναδικό οικισμό, τα Ψαρά (; κάτ.). Στο νησί υπάρχει επίσης η μονή της Κοίμησης της Θεοτόκου. Διοικητικά το νησί υπάγεται στον νομό Χίου. Γυμνό, ξηρό και άγονο (ψηλότερη κορυφή 531 …   Dictionary of Greek

  • Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… …   Dictionary of Greek

  • Koinon of the Zagorisians — Κοινόν τῶν Ζαγορισίων ← …   Wikipedia

  • δημογεροντικός — ή, ό όποιος ανήκει ή αναφέρεται στους δημογέροντες ή στη δημογεροντία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 σε Βασιλικό Διάταγμα] …   Dictionary of Greek

  • χιμάρα — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ.), στην πρώην επαρχία Γυθείου, του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πυρρίχου (12 τ. χλμ.) και βρίσκεται NΔ του Γυθείου. II Κωμόπολη και επαρχία της Βόρειας Ηπείρου, κέντρο χριστιανικών και… …   Dictionary of Greek

  • Γέροντας, Άγγελος — (Αθήνα 1785 – 1862). Δημογέροντας της Αθήνας, Φιλικός και αγωνιστής της Επανάστασης του 1821. Καταγόταν από ευγενή παλαιό αθηναϊκό οίκο και αποτελούσε, με τον Προκόπιο και τον Παλαιολόγο Βενιζέλο, την τριμελή Δημογεροντία της Αθήνας από το 1820.… …   Dictionary of Greek

  • Γκι — (Guys). Επώνυμο τριών Γάλλων φιλελλήνων. 1. Κονσταντέν (Constantin, 1802 – 1892). Σχεδιαστής και υδατογράφος. Πήρε μέρος στην Επανάσταση του 1821 και φιλοτέχνησε πολλά σχέδια που τα θέματά τους τα άντλησε από τις πολεμικές εμπειρίες του. Το 1848… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Λίμπονας, Μιχαήλ — (Αθήνα ; – 1678). Λόγιος. Διακρινόταν για την ευρεία μόρφωση και τον πλούτο του. Ταξίδεψε στη Βενετία, όπου επιδόθηκε σε διάφορες μελέτες, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε και με το εμπόριο. Το 1675 επέστρεψε στην Αθήνα και η δημογεροντία τον έστειλε, ως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”